καταζωμεύω

καταζωμεύω
καταζωμεύω (Α)
ρουφάω τελείως, όλο το περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ζωμεύω «παρασκευάζω με ζωμό» (< ζωμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”